ἐνθέρμως

ἐνθέρμως
ἔνθερμος
hot
adverbial
ἔνθερμος
hot
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ένθερμος — η, ο (AM ἔνθερμος, ον) 1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής 2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος 3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ... ενθέρμως θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος …   Dictionary of Greek

  • ζέως — (Μ) επίρρ. ενθέρμως, με ζέση, με θερμό ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < επίθ. *ζέος < ζέ ων μτχ. ενεστ. τού ρ. ζέω πρβλ. γέρος < γέρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”